Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει ...
Και όχι γιατί δεν την παίζουνε οι φιλενάδες της, αλλά γιατί δεν την παίζει εκείνος ο τύπος που εμφανίστηκε στο διπλανό τραπέζι της συνοικιακής καφετέριας, εκεί που η ανυποψίαστη Ελένη έπινε το φρέντο της κουβεντιάζοντας με τη φίλη της για το μαγιό που σκέφτεται να πάρει φέτος το καλοκαίρι.
Για πότε της έφυγε το καλαμάκι από το στόμα, ούτε και κείνη δεν το κατάλαβε.
Μελαχρινός, με ελαφρύ γενάκι, κορμί δεμένο, και αυτό το τζην που φοράει βρε παιδί μου, του κάνει έναν πισινό τέλειο! Τι μάρκα να είναι ναι άραγε;
Πάει το ανάλαφρο και ξέγνοιαστο καλοκαίρι για την Ελενίτσα... Αυτό ήταν λοιπόν! Κάπως έτσι μπορεί να αλλάξει το γραμμένο, αλλά και η συζήτηση με τη φίλη της, επίσης.
Όλα ξαφνικά άρχισαν να περιστρέφονται γύρω από το τυπάκι αυτό. Το θέμα του μαγιό μπορεί να περιμένει! Είναι ελεύθερος; Μπααα, τόσο ωραίος και να ΄ναι ελεύθερος; Αποκλείεται!
Μήπως χωρίζει όμως; Ε, ναι, αυτό μπορεί! Να δεις που η κοπέλα του τον ζηλεύει κι εκείνος θα πιέζεται! Χμμ...
Και γιατί είναι μόνος του εκεί; Περιμένει κάποιον; Ή μήπως κάποια;
Θα του αρέσει η Ελένη; Μήπως να αρχίσει δίαιτα; Και κοίτα να δεις σήμερα που δεν φόρεσε το μπορντοροδοκόκκινο μακρύ φόρεμα που την κολακεύει πολύ! Και το μαλλί, χάλια! Έτσι της έρχεται να βάλει τα κλάματα! Μα τόσο άτυχη;
Και τώρα τι κάνει; Να μείνει να τον κοιτάζει σαν χάνος ή να πάρει το μοιραίο στα χέρια της; Τι ελπίδες έχει;
Αποφασίζει απλά να τον κοιτάξει επιτηδευμένα για να δει αν θα έχει ανταπόκριση.
Χριστέ μου! Την πρόσεξε! Της χαμογέλασε! Συνεχίζει να την κοιτάει ακόμα! Θα τρελαθεί! Της έχουν κοπεί τα γόνατα! Ευτυχώς που κάθεται να λες.
Χτυπάει το κινητό της. Τραβάει το βλέμμα από κείνον και απαντά στην κλήση. Μόλις δύο λεπτά κράτησε η συνομιλία. Τόσο ακριβώς χρειάστηκε για να επιστρέψει τη ματιά της ξανά στο τραπέζι εκείνου, για να δει πως δεν ήταν πια εκεί...
Που πήγε; Τι έγινε; Ρωτάει τη φίλη της… Δεν έχει ιδέα λέει! Αν είναι δυνατόν! Μα φίλη είναι αυτή; Και τώρα τι κάνει; Να πάει κι αύριο εκεί; Να ζητήσει από τον σερβιτόρο πληροφορίες; Να αφήσει το νούμερο του κινητού της στον σερβιτόρο και να του ζητήσει να το δώσει σε κείνον όταν τον ξαναδεί; Να τον ξεχάσει; Αυτό είναι αδύνατον! Να προσευχηθεί για ένα θαύμα; Να σκοτώσει την φίλη της; Κι αν ήταν αυτός ο άντρας της ζωής της; Και αυτό το τζην.. Αχ, αυτό το τζην! Τι μάρκα να ήταν;
Σηκώνεται να φύγει με το πρόσωπο μες στη θλίψη και την απελπισία. Το χάσαμε το κορμί πατριώτη... Φτάνοντας στην πόρτα, εκείνος μπαίνει ξανά με μια εφημερίδα στο χέρι!
Παναγία μου! Και τώρα τι ;;;!!